Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αλιτήριος - 2
- απόδοση: ο απρεπούς συμπεριφοράς & διαγωγής πέραν της κοινωνικής καταστάσεως αυτού / αναφερόμενοι σε ανέντιμο & ανήθικο άτομο
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’