Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταυλισμός
- απόδοση: προσωρινή εγκατάσταση διαμονής ομάδας ατόμων στο ύπαιθρο / τόπος προσωρινής εγκατάστασης σε πρόχειρα καταλύματα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’