Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επίπληξη
- απόδοση: προφορική ή γραπτή παρατήρηση σε αυστηρό τόνο με σκοπό τον συνετισμό ατόμου που έσφαλε / ποινή επιβαλλόμενη εντός των πλαισίων ιεραρχίας ή από δικαστήριο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’