Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διανθισμένος
- απόδοση: αναφερόμενοι σε λόγο που φέρει εκφραστικά στοιχεία κάνοντας αυτόν περισσότερο ευχάριστο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’