Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αλλόφρων
- απόδοση: αυτός που έχει χάσει εντελώς την ψυχραιμία & τον αυτοέλεγχό του / που είναι έξαλλος
- γένη: -ων -ων -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’