Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αρχιτεκτονικός
- απόδοση: που έχει σχέση ή αναφέρεται στην αρχιτεκτονική
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανάλαβε εκπόνηση αρχιτεκτονικής μελέτης
απασχολείται σε γνωστό αρχιτεκτονικό γραφείο των Αθηνών
άτομο με ιδιαίτερα οξυμένη αρχιτεκτονική άποψη
η ανοησία μας στέρησε λαμπρά αρχιτεκτονικά δείγματα παρελθόντων αιώνων
μετέβαλε δια των παρεμβάσεών του το αρχιτεκτονικό τοπίο
οικοδόμημα στολισμένο με πλήθος από ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά στοιχεία
πρόκειται για ουσιαστική αρχιτεκτονική παρέμβαση
την όψη του κτιρίου κοσμεί μία καλοσχεδιασμένη αρχιτεκτονική εξοχή
το οικοδόμημα στερείται ορθού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού