Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σιτιστής
- απόδοση: αυτός που μεριμνεί για την σίτιση ατόμων / ο στρατιώτης ή ο βαθμοφόρος που εξυπηρετεί τον λοχαγό στην οικονομική διαχείριση
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’