Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τραυματιοφορέας
- απόδοση: στρατιώτης του υγειονομικού σώματος που μεταφέρει τραυματίες από το πεδίο της μάχης / εργαζόμενος νοσοκομείου επιφορτισμένος με την μεταφορά τραυματιών ή ασθενών
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’