Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναπαλαίωση
- απόδοση: που επανέρχεται σε πρότερη κατάσταση με αφαίρεση μεταγενέστερων προσθηκών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απέκτησε από κληρονομιά ένα εξαίρετο αρχοντικό που υπέστη πλήρη λ