Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τοτέμ
- απόδοση: πλάσμα αντικείμενο ή φυσικό φαινόμενο που λατρεύεται ως προστάτης ατόμου ή συνόλου
- συγγενές: totem
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’