Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταλύτης
- απόδοση: ουσία επιταχύνουσα χημική αντίδραση & μη εμφανιζόμενη στο τελικό προϊόν / εξάρτημα αυτοκινήτων σύγχρονης τεχνολογίας ικανό να μετατρέπει σε αβλαβή αέρια τους ρύπους / αναφερόμενοι σε άτομο πράγμα ή κατάσταση που επιταχύνει καθοριστικά κάποια διαδικασία
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’