Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χερσαίος
- απόδοση: που βρίσκεται στην ξηρά / που γίνεται στην ξηρά ή δια ξηράς
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαθέτει γραφείο χερσαίων μεταφορών
η Ελλάς στερείται χερσαίων συνόρων με την Αίγυπτο & τη Λιβύη
η Ελλάς συμβάλει σε διεθνή ειρηνευτικά σώματα με χερσαίες δυνάμεις
το ιχθυοτροφείο διαθέτει & χερσαίες εγκαταστάσεις