Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φυτώριο
- απόδοση: έκταση κατάλληλη για καλλιέργεια φυτών προοριζόμενα για μεταφύτευση / περιβάλλον όπου παρέχεται κατάρτιση σε τέχνη ή επάγγελμα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η σχολή του υπήρξε λ ταλαντούχων χορευτών
κάμπος πλημμυρισμένος από φυτώρια λαχανικών
το καφενείο υπήρξε λ νέων διανοουμένων κατά την περίοδο του μεσοπολέμου
φυτώριο κρετίνων > πολιτικών > καλλιτεχνών