Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διακεκριμένος
- απόδοση: που έχει διακριθεί για το έργο του ή τις ικανότητές του σε ορισμένο τομέα / αναφερόμενοι σε κάτι το ιδιαίτερα σπουδαίο ή σημαντικό ή σε κάτι που το χαρακτηρίζει διαφορετικότητα από κάτι άλλο με το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’