Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φυσικός
- απόδοση: που αναφέρεται στην φύση / που σχετίζεται με την έρευνα της φύσης & τις αρχές που την διέπουν / που συμβαίνει στην φύση / που δεν παράγεται από τον άνθρωπο / που προκύπτει από νόμους της φύσης / ο απροσποίητος / που πηγάζει από την ανθρώπινη φύση / επιστήμη που μελετά την φύση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολούθησε τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων
αναζητεί το φυσικό περιβάλλον του
αναμφίβολα ο τόπος καταγωγής του διαθέτει φυσική ομορφιά
ο γηγενής πληθυσμός ωθήθηκε σε φυσική εξόντωση
ο Υμηττός προσφέρει στους επισκέπτες του ιδιαίτερο φυσικό κάλλος
το δωμάτιο έχει επαρκές φυσικό φως
√ αντίθετο: τεχνητό