Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υψίπεδο
- απόδοση: εκτεταμένη πεδιάδα περιβαλλόμενη από ορεινό όγκο ευρισκόμενη σε μεγάλο υψόμετρο από την επιφάνεια της θάλασσας
- αντίθετο: βαθύπεδο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
παρατηρείται ιδιαίτερη στρατιωτική δραστηριότητα στο υψίπεδο του Γκολάν