Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υψίκομος
- απόδοση: δένδρο έχων ψηλά το φύλλωμα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εθεάθη θεούσα υψίκομη ενδεδυμένη με γκρι ταγιέρ & συντηρητικό υπόδημα
το περίτεχνο κηπάριο κοσμεί ένας λ φοίνιξ εντυπωσιακού ύψους