Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαμεσολαβητικός
- απόδοση: ο προσφερόμενος να ενεργήσει διαμεσολαβητικά μεταξύ ατόμων ομάδων ή κρατικών οντοτήτων
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’