Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στερέωμα
- απόδοση: ο ουράνιος θόλος / σύνολο προσώπων ιδιαίτερα γνωστών για τη δράση τους σε ορισμένο τομέα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η ευρισκόμενη επί σειρά ετών στο καλλιτεχνικό στερέωμα
παρά την ηλικία του βρίσκεται εξακολουθητικά στο πολιτικό στερέωμα