Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μάρμαρο
- απόδοση: είδος πετρώματος που χρησιμοποιείται στην γλυπτική & την οικοδομική με κορυφαίο το λευκό μάρμαρο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άριστο αλλά ασύμφορο το Πεντελικό μάρμαρο
για τη στρώση του καθιστικού προτίμησε μάρμαρο Διονύσου
επέλεξε μάρμαρο παλαιάς κοπής για το εκθετήριο των κεραμικών
επένδυσε τη βεράντα με μάρμαρο ακανόνιστης κοπής
√ αντίθετο: κανονισμένης