Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σαπροφάγα
- απόδοση: οργανισμοί τρεφόμενοι από ανόργανες ή οργανικές ουσίες ευρισκόμενες σε κατάσταση αποσύνθεσης
- γένη: τα
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
σήπεται άταφο το σαρκίο του τα δε λ καραδοκούν