Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κτήτορας
- απόδοση: ο ιδρυτής ναού μονής ή ιδρύματος που εξασφαλίζει τους αναγκαίους πόρους για την συντήρηση αυτών
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’