Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναπροσαρμοσμένος
- απόδοση: που δέχθηκε προσαρμογή σε ένα ευρύτερο σύνολο ή σε μία ισχύουσα κατάσταση
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’