Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξώτερος
- απόδοση: ο ευρισκόμενος πιο έξω ή εντελώς έξω από κάτι άλλο / ο ευρισκόμενος πολύ μακριά
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’