Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ψυχοτρόπος
- απόδοση: προκειμένου για ουσίες με δράση διεγερτική ή κατασταλτική / που προκαλεί ψυχική διαταραχή
- γένη: -ος -ος -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’