Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανανεώσιμος
- απόδοση: που δύναται να ανανεωθεί / που είναι ανεξάντλητος αναφερόμενοι κυρίως σε φυσικά στοιχεία
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’