Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκκένωση - 1
- απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του εκκενώνω ήτοι αφαίρεση περιεχομένου / ομαδική απομάκρυνση ατόμων από ένα τόπο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’