Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λεοντή
- απόδοση: το δέρμα του λιονταριού που το φορά κάποιος για να προκαλέσει εντυπώσεις για το άτομό του ως άγριου & επιβλητικού
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απέβαλε τη λεοντή & αποκαλύφθηκε ένα φοβισμένο ανθρωπάκι
φόρεσε λεοντή το δειλό ανθρωπάριο προκειμένου να εντυπωσιάσει την ομήγυρη