Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αμνημόνευτος
- απόδοση: ο μη αναφερόμενος / που δεν μνημονεύεται / που δεν αναφέρθηκε το όνομά του σε θρησκευτική δέηση
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’