Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βαρβατίλα
- απόδοση: δυσοσμία αρσενικών ζώων σε περίοδο οργασμού / η δυσοσμία του εφιδρωμένου ανδρικού σώματος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’