Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατοικίδιος
- απόδοση: ζώα εξημερωμένα που ζουν κοντά στον άνθρωπο που μένουν στην κατοικία του
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’