Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τερατογένεση
- απόδοση: κατάσταση ανώμαλης ανάπτυξης εμβρύου με επακόλουθο την γέννηση παραμορφωμένου πλάσματος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’