Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άφθονος
- απόδοση: ο προσφερόμενος σε αφθονία σε μεγάλη ποσότητα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τα φρούτα είναι άφθονα καθ΄ όλο το έτος στον ελληνικό χώρο