Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατάφυτος
- απόδοση: που καλύπτεται από πλούσια βλάστηση
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
καθημερινά απολαμβάνει το πρωινό του στον κατάφυτο κήπο
κατοικεί σε ένα κατάφυτο προάστιο > βουνό > κτήμα
ο οικίσκος βρίσκεται πλησίστια σε κατάφυτη όχθη ποταμού