Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκμετάλλευση
- απόδοση: η αποκόμιση οικονομικού οφέλους από κάτι / οικονομική αξιοποίηση πράγματος / η αποκόμιση οικονομικού οφέλους από χρησιμοποίηση ατόμου ή πράγματος με τρόπο ηθικά απαράδεκτο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’