Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δοκιμαστήριο
- απόδοση: χώρος προοριζόμενος κυρίως για δοκιμή ενδυμάτων / όργανο δια του οποίου γίνεται κάποια δοκιμή
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’