Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δοκιμασία
- απόδοση: εξέταση / έλεγχος διαπιστώσεως ποιότητος ή καταλληλότητος / δοκιμή / μεγάλη ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’