Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ηφαίστειο
- απόδοση: ρήγμα του φλοιού της γης από όπου εκχύνονται κατά καιρούς διάφορα υλικά σε διάπυρη κατάσταση ή εκτονώνονται αέρια ως αποτέλεσμα εκρήξεων / ο εμφατικός χαρακτηρισμός για γυναίκα εκρηκτικής ιδιοσυγκρασίας
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
είναι άκρως επικίνδυνο διότι πρόκειται για ενεργό λ
με εντυπωσίασε αυτή η γυναίκα είναι σωστό ηφαίστειο !
στην Ιαπωνία συνέβη έκρηξη ηφαιστείου