Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ηλιακός
- απόδοση: που αναφέρεται ή προέρχεται από τον ήλιο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανυπόφορη η παρατηρούμενη ηλιακή θερμότητα
άπαντες δεχόμεθα την ευεργεσία της ηλιακής επίδρασης
απολαύσατε το προσφέρων ζωή ηλιακό φως
για τις καθημερινές ανάγκες εγκατέστησε πρόσφατα ηλιακό συλλέκτη
ο κόσμος των φυτών αναπτύσσεται με την ηλιακή ακτινοβολία
το κτίριο εξυπηρετείται με ηλιακή ενέργεια