Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φιλελεύθερος
- απόδοση: αυτός που αγαπάει την ελευθερία ο κινούμενος στα πλαίσια του φιλελευθερισμού / ο οπαδός του φιλελευθερισμού
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’