Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνεργάσιμος
- απόδοση: αναφερόμενοι σε άτομο με το οποίο η συνεργασία γίνεται χωρίς εμπόδια & προστριβές κατά τρόπο αποδοτικό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’