Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ακαμψία
- απόδοση: η χαρακτηρίζουσα ιδιότητα τον άκαμπτο / η αδυναμία κάμψεως αρθρώσεων & μυών / κατάσταση υλικού που δεν υφίσταται αλλαγή μορφής ή σχήματος / η έλλειψη προσαρμοστικότητος / η έλλειψη κινήσεως ή εκφράσεως / η αντοχή σε δεχόμενη ψυχική πίεση / η επίμονη προσήλωση σε απόψεις ή αποφάσεις
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’