Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εύκαμπτος
- απόδοση: που λυγίζει με ευκολία / ο δυνάμενος να καμφθεί / αναφερόμενοι σε μέλος του σώματος που κινείται με ευκολία / ο προσαρμοζόμενος με ευκολία στις συνθήκες & στις περιστάσεις
- αντίθετο: άκαμπτος / δύσκαμπτος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’