Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νεφελώδης
- απόδοση: ο συννεφιασμένος / αναφερόμενοι σε κάτι που δεν έλαβε οριστική μορφή / το μη διατυπωμένο με σαφήνεια λόγου
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’