Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κώμα
- απόδοση: οργανική κατάσταση με παρατηρούμενη αναστολή της νευρικής δραστηριότητος συνοδευόμενη από απώλεια συνείδησης
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’