Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενάλιος
- απόδοση: ο ευρισκόμενος μέσα στη θάλασσα
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέκαθεν την εντυπωσίαζε ο λ κόσμος
βρίθει η περιοχή από ενάλια αρχαιολογικά ευρήματα
εντυπωσιάζεται με την ενάλια ζωή
η εθνική οικονομία αντλεί μέρος του πλούτου από τους ενάλιους πόρους
η περιοχή προσφέρει άφθονες ενάλιες αρχαιότητες
οι παραμεσόγειες χώρες παρουσιάζουν εντυπωσιακό ενάλιο πλούτο