Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στόφα - 1
- απόδοση: είδος υφάσματος με προεξέχοντα σχέδια προοριζόμενο για κουρτίνα ή ταπετσαρία επίπλων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’