Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πλήγμα
- απόδοση: ισχυρό κτύπημα συνήθως με βίαιο τρόπο / βλάβη υλικής ή ηθικής φύσεως / γεγονός ικανό να προκαλέσει ψυχικό πόνο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’