Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρωτοπορία
- απόδοση: το να διαθέτει κάποιος το προβάδισμα / αναφερόμενοι σε γνώσεις ιδέες ή τεχνικές χαρακτηριζόμενες από καινοτομία προσφερόμενες ως πρότυπο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’