Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έδαφος
- απόδοση: η επιφάνεια της γης / η έκταση που καταλαμβάνει κάθε χώρα / οι συνθήκες το πεδίο ανάπτυξης κάθε δραστηριότητας
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρίσκει το λ ιδιαίτερα πρόσφορο > φιλικό
έδαφος γόνιμο > άγονο > πετρώδες > αμμώδες > καρπερό > ομαλό > ανώμαλο > πεδινό > ορεινό > καλλιεργημένο > κατάφυτο
επικρατεί πανικός & το λ σείεται
κακοποιός διωκόμενος από την Ιντερπόλ συνελήφθη επί ελληνικού εδάφους
κατέκτησε με άνεση την αγορά διότι επρόκειτο για παρθένο έδαφος
κερδίζει έδαφος
√ απόδοση: παίρνει το προβάδισμα
√ αντίθετο: χάνει έδαφος